συντηρητισμός

συντηρητισμός
Πολιτική θέση που, αποδίδοντας μεγάλη αξία στα πολιτικά καθιερωμένα και στους κοινωνικούς θεσμούς που μεταβίβασε η παράδοση, γίνεται υπέρμαχος της διατήρησης τους, αποδεχόμενη πιθανές τροποποιήσεις τους μόνο με αυθόρμητη και βαθμιαία διαδικασία. Στην αξίωση για καταστροφή των θεσμών του παρελθόντος και τη δημιουργία νέων «από την αρχή» ή τη, βαθύτατη ανανέωση της κοινωνικής οργάνωσης, ο συντηρητικός αντιτάσσει το γεγονός ότι οι παραδοσιακοί θεσμοί στηρίζονται στις πεποιθήσεις και στο έργο όλων των ομάδων που αποτελούν το κοινωνικό σώμα. Στην αφηρημένη ανθρώπινη λογική, που θεωρείται ικανή να οργανώσει την κοινωνία σύμφωνα μ’ ένα προκαθορισμένο σχέδιο, ο συντηρητικός αντιτάσσει τα όρια των δυνατοτήτων των ατόμων και την έννοια της ιστορικής συνέχειας της κοινωνίας και του κράτους. Αν και δεν εντοπιζόταν σε μια αυτόνομη πολιτική δύναμη, το συντηρητικό πνεύμα ήταν σημαντικό συστατικό στον αρχαίο κόσμο τόσο της ελληνικής πολιτικής ζωής όσο και, κυρίως, της ρωμαϊκής. Στη νεώτερη εποχή, ο σ. επιβλήθηκε ως αυτόνομη παράδοση σκέψης και της πολιτικής δράσης, που εκδηλώθηκε κυρίως σε αντίθεση προς τη Γαλλική Επανάσταση και ξεκίνησε από τα έργα του Έντμοντ Μπερκ και του Ζοζέφ ντε Μεστρ. Ως πολιτικός σχηματισμός, ο σ. βρήκε το πιο γόνιμο έδαφος για την ανάπτυξη του στη Μεγάλη Βρετανία. Στο αγγλικό δικομματικό σύστημα οι συντηρητικοί –με το κόμμα των «τόρηδων» πρώτα και το Συντηρητικό έπειτα– έπαιξαν σημαντικό ρόλο στην πολιτική διαλεκτική μεταξύ προοδευτικής ανανέωσης και συντήρησης. Παρόμοιο φαινόμενο, αν και με ιδιόρρυθμα χαρακτηριστικά, παρατηρήθηκε και στις ΗΠΑ, όπου υποστηρικτής των συντηρητικών τάσεων έγινε το Ρεπουμπλικανικό κόμμα, σε αντίθεση προς το Δημοκρατικό. Στην Ηπειρωτική Ευρώπη, αντίθετα, το πολυκομματικό σύστημα δεν κατέστησε δυνατή μια ανάλογη διάκριση μεταξύ συντήρησης και νεωτεριστικών τάσεων και εμπόδισε το σχηματισμό βιώσιμων συντηρητικών κομμάτων.
* * *
ο, Ν
στάση ή πολιτική και, γενικά, πνευματική αντίληψη αντίθετη προς κάθε μορφή καινοτομίας ή αλλαγής, εμμονή στην κατεστημένη τάξη πραγμάτων.
[ΕΤΥΜΟΛ. < συντηρώ + κατάλ. -ισμός. Η λ. αποτελεί απόδοση τού γαλλ. conservatisme].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • συντηρητισμός — ο εμμονή στην παράδοση: Ο συντηρητισμός αυτής της παράταξης εμπόδισε κάθε προσπάθεια για ανανέωση και αλλαγή …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής — Επίσημη ονομασία: Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής Συντομευμένη ονομασία: ΗΠΑ (USA) Έκταση: 9.629.091 τ. χλμ Πληθυσμός: 278.058.881 κάτ. (2001) Πρωτεύουσα: Ουάσινγκτον (6.068.996 κάτ. το 2002)Κράτος της Βόρειας Αμερικής. Συνορεύει στα Β με τον… …   Dictionary of Greek

  • Αργεντινή — Κράτος της Νότιας Αμερικής.Συνορεύει ΒΑ με την Ουρουγουάη και τη Βραζιλία, Β με την Παραγουάη, ΒΔ με τη Βολιβία, Δ και ΝΔ με τη Χιλή, ενώ μια χιλιανή στενή λωρίδα γης τη χωρίζει από το έδαφος της Γης του Πυρός. Ανατολικά βρέχεται από τον… …   Dictionary of Greek

  • αρχαϊσμός — Η συνειδητή και ηθελημένη μίμηση αρχαϊκών τρόπων στον χώρο της τέχνης γενικότερα. Στον τομέα της γλώσσας, η χρήση λέξεων ή συντάξεων που έχουν περιέλθει πια σε αχρηστία και είναι ασυμβίβαστες προς τη δομή του λόγου της εποχής στην οποία… …   Dictionary of Greek

  • κύπρος — I Νησιωτικό κράτος της ανατολικής Μεσογείου. Βρίσκεται Δ της Συρίας και Ν της Τουρκίας.Η Κ. είναι το τρίτο σε μέγεθος νησί της Μεσογείου και ανήκει γεωγραφικά μεν στη Μικρά Ασία, πολιτικά όμως στην Ευρώπη. Ο πληθυσμός της είναι 80% Ελληνοκύπριοι …   Dictionary of Greek

  • οπισθοδρομικότητα — η εμμονή σε απηρχαιωμένες αντιλήψεις, συντηρητισμός, έλλειψη προοδευτικότητας. [ΕΤΥΜΟΛ. < οπισθοδρομικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1874 στην Αιμιλία Κτ. Λεοντιάδα] …   Dictionary of Greek

  • πουριτανισμός — Θρησκευτικό κίνημα που εκδηλώθηκε στην Αγγλία, στους κόλπους της Αγγλικανικής Εκκλησίας στα πρώτα χρόνια της βασιλείας της Ελισάβετ A’, και διήρκεσε ουσιαστικά μέχρι την παλινόρθωση των Στιούαρτ (δεύτερο μισό του 17ου αι.). Ο π. επεδίωκε να… …   Dictionary of Greek

  • σκοταδισμός — ο, Ν 1. σκοτάδι που καλύπτει το πνεύμα, πνευματικός ζόφος, σκόπιμη διατήρηση τών πνευμάτων στην άγνοια 2. μτφ. υπερβολικός συντηρητισμός. [ΕΤΥΜΟΛ. < σκοτάδι + κατάλ. ισμός*] …   Dictionary of Greek

  • Βιγιάρ, Εντουάρ — (EduardVuillard,Κισό, Γαλλία 1868 – Λα Μπολ 1940). Γάλλος ζωγράφος. Το 1888 άρχισε να παρακολουθεί μαθήματα στην Σχολή Καλών Τεχνών, αλλά τον απώθησε ο συντηρητισμός του ιμπρεσιονισμού και συνέχισε στην ακαδημία Ζιλιάν. Μαζί με άλλους νεαρούς… …   Dictionary of Greek

  • Βιετνάμ — Κράτος της νοτιοανατολικής Ασίας.Συνορεύει Β με την Κίνα, Δ με την Καμπότζη και το Λάος, ενώ Α και Ν βρέχεται από τη Νότια Θάλασσα της Κίνας, και πιο συγκεκριμένα από τον Κόλπο του Τονκίν ΒΑ, τον Κόλπο της Ταϊλάνδης ΝΔ και στην υπόλοιπη… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”